κρακτικος

κρακτικος
    κρακτικός
    3
    крикливый, голосистый
    

(κρακτικώτατος κυνικῶν - v. l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κρακτικος" в других словарях:

  • κρακτικός — κρακτικός, ή, όν (Α) [κράκτης] θορυβώδης («λάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κρακτικός — noisy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικόν — κρακτικός noisy masc acc sg κρακτικός noisy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικώτατον — κρακτικός noisy masc acc superl sg κρακτικός noisy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικοί — κρακτικός noisy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικοῦ — κρακτικός noisy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»